θοάζειν

θοάζειν
θοάζω
move quickly
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θοάζω — (I) θοάζω (Α) [θοός] 1. (μτβ.) κινώ βίαια, σφοδρά, γρήγορα («θοάζειν πτέρυγας», Ευρ.) 2. βιάζω («τὶς ὅδ ἀγὼν θοάζων σε;» τί έργο σε βιάζει τόσο; Ευρ.) 3. επισπεύδω 4. μτφ. καταβροχθίζω με λαιμαργία («ἐθόαζον σῑτα γένυσιν» καταβρόχθιζαν λαίμαργα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”